- πατρολογικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πατρολογία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πατρολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πατρολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατρολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1872] … Dictionary of Greek